κουπαστή — η 1. κοινή ονομασία τού ανώτατου χείλους τών δύο πλευρών πλοίου 2. (για τα μικρά σκάφη) το μικρό κατάστρωμα τής πλώρης και τής πρύμνης που είναι στρωμένο με σανίδια 3. οποιοδήποτε προστατευτικό κιγκλίδωμα εξώστη, σκάλας, σκαλωσιάς, οικοδομής… … Dictionary of Greek
κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… … Dictionary of Greek
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
επισκαλμίς — η (AM ἐπισκαλμίς) σανίδα που εκτείνεται από την πρώρα ως την πρύμνη, η κουπαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *σκαλμίς (< σκαλμός «μικρό ξύλο στο οποίο προσαρμόζεται το κουπί»)] … Dictionary of Greek
θωρακείον — θωρακεῑον, τὸ (Α) [θώραξ] 1. (για περίφρακτο χώρο) αμυντικό τείχος, προπέτασμα, θώρακας, θωράκιο 2. (για επιφάνεια τοίχου) τμήμα που φθάνει στο ύψος τού στήθους 3. (για τριήρη) κουπαστή 4. ακρόπρωρο, διακοσμητικό σύμβολο ή μορφή στην πλώρη τών… … Dictionary of Greek
ικρίο — το (Α ἰκρίον και ἴκριον) ικρίωμα*, σκαλωσιά αρχ. 1. θεωρείο 2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια α) σανίδωμα τού καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων β) οι πλευρές τού πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την… … Dictionary of Greek
κωπητήρας — ο (Α κωπητήρ, ῆρος) σκαλμός νεοελλ. η κουπαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα τήρ, κατά το τροπωτήρ «σκαλμός»] … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
περιστάσιον — τὸ, Μ το επάνω μέρος τών πλευρών τού πλοίου, η κουπαστή που προφύλασσε τους επιβάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στάσιο(ν) (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. μηχανο στάσιο] … Dictionary of Greek
περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά … Dictionary of Greek